- ἀλάθητα
- ἀλάθητοςnot escaping detectionneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek
Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό … Dictionary of Greek
Κρότων — Αρχαία πόλη στην ανατολική ακτή της Καλαβρίας. Ιδρύθηκε περίπου το 710 π.Χ. από Αχαιούς στις εκβολές του ποταμού Αισάρου. Μετά την κατάκτηση της ορεινής χώρας προς τα ΝΔ και των χαλκωρυχείων του κόλπου της Τερίνης, οι κάτοικοί της ίδρυσαν μικρό… … Dictionary of Greek